- συγκαθιδρύω
- Α [καθιδρύω]1. ιδρύω κάτι προς τιμή κάποιου2. αφιερώνω κάτι σε κάποιον («ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑρμῆν ταῑς Χάρισιν οἱ παλαιοὶ συγκαθίδρυσαν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek